-
1 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
2 интерес
интерес м το ενδιαφέρον с \интересом με ενδιαφέρον в \интересах мира για την ειρήνη; вызы вать \интерес προκαλώ το ενδιαφέ ρον* * *мτο ενδιαφέρον,с интере́сом — με ενδιαφέρον
в интере́са́х ми́ра — για την ειρήνη
вызыва́ть интере́с — προκαλώ το ενδιαφέρον
-
3 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
4 интересовать
интересовать ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρον меня интересует... μ'ενδιαφέρει... \интересоваться ενδιαφέρομαι* * *ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρονменя́ интересу́ет... интересова́ть — μ'ενδιαφέρει…
-
5 интерес
интересм1. τό ἐνδιαφέρον, τό συμφέρον:возбуждать \интерес κ чему-л. προκαλώ τό ἐνδιαφέρον γιά κάτι· проявлять \интерес ἐπιδεικνύω ἐνδιαφέρον это не представляет \интереса αὐτό δέν παρουσιάζει ἐνδιαφέρον в ваших \интересах εἶναι προς τό συμφέρον σας· какой мне \интерес? τί συμφέρον ἔχω;·2. \интересы мн. τά ἐνδιαφέροντα, τά συμφέροντα:жизненные \интересы τά ζωτικά συμφέροντα· духовные \интересы τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα. -
6 возбуждать
возбуждатьнесов1. (вызывать) διεγείρω, ἐξεγείρω, προκαλώ:\возбуждать интерес προκαλώ τό ἐνδιαφέρον \возбуждать любопытство κινώ τήν περιέργεια·2. (волновать, будоражить) διεγείρω:\возбуждать умы διεγείρω τά πνεύματα·3. (настраивать против кого-л.) προτρέπω, παρακινώ, ἐρεθίζω· ◊ \возбуждать вопрос ἀνακινώ ζήτημα· \возбуждать дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω, κάνω δίκη. -
7 привлечь
1. (притянуть, приблизить) τραβώ, έλκω, προσελκύω 2. (использовать для какой-л. цели) χρησιμοποιώ 3. (вызвать интерес, возбудить любопытство) τραβώ (την προσοχή, το ενδιαφέρον), προκαλώ, προσελκύω 4. (потребовать выполнения чего-л., обязать к чему-л.) εγκαλώ, ενάγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привлечь
-
8 интересовать
интерес||оватьнесов προκαλώ τό ἐνδιαφέρον. -
9 интересовать
[ιντιριέσαβατ'] ρ. προκαλώ το ενδιαφέρον -
10 интересовать
[ιντιριέσαβατ'] ρ προκαλώ το ενδιαφέρον
См. также в других словарях:
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
ενδιαφέρω — ενδιαφέρθηκα 1. μτβ., προκαλώ το ενδιαφέρον και την προσοχή κάποιου, παρουσιάζω ενδιαφέρον: Με ενδιαφέρουν οι πολιτικές εκλογές. 2. αμτβ., στο γ εν. πρόσωπο ενδιαφέρει αξίζει τον κόπο, είναι σημαντικό, έχει σπουδαιότητα: Ενδιαφέρει να βρούμε αίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκανδαλίζω — σκανδάλισα, σκανδαλίστηκα, σκανδαλισμένος 1. βάζω σε πειρασμό κάποιον, του διεγείρω σαρκικές επιθυμίες: Αυτή η γυναίκα τον σκανδάλισε με τα κουνήματά της. 2. προκαλώ την περιέργεια και το ενδιαφέρον κάποιου, ξεσηκώνω: Μη με σκανδαλίζεις, καλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)